Kupfernickel… Το δαιμονικό μέταλλο…

nickel

Το νικέλιο ήταν γνωστό από την αρχαιότητα. Πιο συγκεκριμένα ο Αριστοτέλης στο έργο του «Περί μετάλλων» αναφέρεται στον «ανίωτο (ανοξείδωτο) σίδηρο» και παρατηρεί ότι πρόκειται, σαφώς, για ένα διαφορετικό μέταλλο από τον σίδηρο ή τον άργυρο, το οποίο, μάλιστα, απαντά αυτοφυές σε ελάχιστες ποσότητες στην άμμο της κοίτης ποταμών της Μ. Ασίας. Η σύγχρονη, λοιπόν, αρχαιολογική έρευνα αποκάλυψε ότι στο Αφγανιστάν, τη Βακτριανή κατά τα αρχαία χρόνια, υπήρχαν νομίσματα από νικέλιο που χρονολογούνται κατά τον 3ο αιώνα π.Χ., με παραστάσεις Μακεδόνων βασιλέων και ελληνικές επιγραφές.

Μολοντούτο, το μέταλλο δεν είχε αναγνωρισθεί. Κι έτσι, όταν, κάπου εκεί στον Μεσαίωνα Γερμανοί μεταλλωρύχοι αντιμετώπισαν προβλήματα κατά την κατεργασία του χαλκού, τα απέδωσαν στην παρουσία δαιμόνων, μια δεισιδαιμονία που είχε τις ρίζες της στην αρχαιότητα, όταν οι άνθρωποι πίστευαν ότι εισχωρώντας στα έγκατα της Γης ενοχλούσαν τις χθόνιες θεότητες και παραβίαζαν τη φυσική τάξη των πραγμάτων. Για τον λόγο αυτό είχαν καθιερώσει ορισμένες τελετουργικές πρακτικές που αποσκοπούσαν στον εξευμενισμό των κακών πνευμάτων. Ως δαίμονες, λοιπόν, των μεταλλείων θεωρήθηκαν δύο μέταλλα, το ένα εκ των οποίων ήταν το νικέλιο. Αυτό που στην πραγματικότητα τους είχε ξεγελάσει ήταν ένα ορυκτό το οποίο έμοιαζε πολύ με μετάλλευμα του χαλκού, αλλά αντίθετα με το τελευταίο, που έδινε γαλάζιο χρώμα όταν διαλυόταν σε οξύ, αυτό το μετάλλευμα έδινε πράσινο χρώμα. Το προσωνύμιο που του έδωσαν οι ανθρακωρύχοι ήταν Kupfernickel, που στα γερμανικά σημαίνει «χαλκός του διαβόλου» (χαλκός καταραμένος από το διάβολο ή ψευδοχαλκός).

Το 1751, ο Σουηδός μεταλλειολόγος Άξελ Κρόνστεντ κατόρθωσε να απομονώσει από αυτό το μετάλλευμα ένα μέταλλο το οποίο δεν είχε καμιά ομοιότητα με τον χαλκό. Ήταν σκληρό, αργυρόλευκο και έλκονταν από μαγνήτη – μια ιδιότητα που ήταν γνωστό ότι δεν είχε καμιά άλλη ουσία εκτός από τον σίδηρο. Ο Κρόνστεντ σύμπτυξε το όνομα που του ‘χαν δώσει οι παλιοί μεταλλωρύχοι και ονόμασε το στοιχείο που ανακάλυψε νικέλιο. Ωστόσο, για πολλά χρόνια, επιστήμονες από όλη την Ευρώπη αρνούνταν να δεχτούν το νικέλιο ως ένα νέο στοιχείο, υποστηρίζοντας ότι ήταν ένα μείγμα σιδήρου (εξ ου κι οι μαγνητικές ιδιότητες) και άλλων στοιχείων, όπως το κοβάλτιο ή ο χαλκός (που, εφόσον αναμιγνύονταν με τον σίδηρο, ευθύνονταν, όπως υπέθεταν, για το πράσινο χρώμα). Μόνον όταν εξελίχθηκαν οι μέθοδοι χημικής ανάλυσης αποδείχτηκε ότι ο Κρόνστεντ είχε δίκιο.

Αναρτήθηκε στις Sciences. Leave a Comment »